χαρακώσεις

χαρακώσεις
χαράκωσις
palisading
fem nom/voc pl (attic epic)
χαράκωσις
palisading
fem nom/acc pl (attic)
χαρακόω
fence by a palisade
aor subj act 2nd sg (epic)
χαρακόω
fence by a palisade
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ОСАДА —    • Πολιορκία.          Живописное описание О. города в героическое время дает нам «Илиада». Осаждающие располагались лагерем перед городом, осажденные выходили утром за стены и сражались в поединках с переменным счастьем, а вечером снова… …   Реальный словарь классических древностей

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

  • φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”